- ἀσπιστικός
- ἀσπ-ιστικός, ή, όν,A composed of warriors,
φάλαγξ D.H.20.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φάλαγξ D.H.20.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασπιστικός — ἀσπιστικός, ή, όν (Α) [ασπιστής] αυτός που αποτελείται από ασπιδοφόρους στρατιώτες … Dictionary of Greek
ἀσπιστικῆς — ἀσπιστικός composed of warriors fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)